- προκατανομή
- προκατα-νομή, ἡ,A previous pasturage, dub. in BGU 636.16 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατανομή — ἡ, Α προηγούμενη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανομή «νομή, βοσκή» (< κατανέμω)] … Dictionary of Greek